- ἐπιχειλής
- ἐπιχειλήςonmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… … Dictionary of Greek
ἐπιχειλῆ — ἐπιχειλής on neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιχειλής on masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιχειλής on masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειλεῖς — ἐπιχειλής on masc/fem acc pl ἐπιχειλής on masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειλέα — ἐπιχειλής on neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπιχειλής on masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειλές — ἐπιχειλής on masc/fem voc sg ἐπιχειλής on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειλέος — ἐπιχειλής on masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)